- πολύκυκλος
- πολύ-κυκλος, ον,A with many circles, Id.s.v.πολυέλικτον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύκυκλος — with many circles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκυκλος — ον, Α αυτός που έχει πολλούς κύκλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κυκλος (< κύκλος), πρβλ. ολό κυκλος] … Dictionary of Greek
πολύκυκλον — πολύκυκλος with many circles masc/fem acc sg πολύκυκλος with many circles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
многокружный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. πολύκυκλος) имеющий много кругов или перемены,… … Словарь церковнославянского языка
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek